- ειδωλόθυτα
- εἰδωλόθυτα, τα (AM) (A εἰδωλόθυτος, -ον)τα κρέατα που απομένουν μετά τής θυσίες τής ειδωλολατρικής θρησκείαςαρχ.επίθ. θυσιασμένος στα είδωλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰδωλόθυτα — εἰδωλόθυτος sacrificed to idols neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
IMMOLATA Daemonibus — in Conc. Aurelianensi IV. can. 15. εἰδωλόθυτα dicuntur Apost. 1. Cor. 8. ubi toto hoc capite novitios in Gentibus Christianos instruit, quomodo circa ea gerere se debeant, si forte ad convivia a Gentilibus invitarentur. Solebant enim Gentiles,… … Hofmann J. Lexicon universale
άδαιτος — ἄδαιτος, ον (Α) [δαίνυμι] 1. ο μη φαγώσιμος 2. όταν πρόκειται για θυσία (θυσία ἄδαιτος), σημαίνει τη θυσία, από τα ειδωλόθυτα* τής οποίας δεν επιτρέπεται να φάει κανείς για λόγους θρησκευτικούς … Dictionary of Greek